Σελίδες

Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

Χιρ καμς δατ γκερλ αγκεν ...

Μια αγνωστη κυρια με ασπρο ζιβαγκο και ριχτη τη γουνα στους ώμους καθεται διπλα στη τζαμαρια και μας υποδεχεται χαμογελαστη. Η καφετερια στη Βαρυμπόμπη με τη μεγαλη τεχνητή λιμνη απ’εξω είναι ετοιμη να περασει στη νεα εποχη του 80 με οτι εμεινε απο την σκουρα φορμα’ι’κα στους τοιχους και τα τραπεζακια, τα χοντροκομενα φλιτζανια με το σιξτις μονόγραμμα του ιδιοκτητη και το ναυλον παπιγιον του σερβιτορου. Μονο το απογευματινο φως που ερχεται απ’εξω είναι πιο παλιο απ’αυτή την καφετερια.

Απο την αρχη ενιωσα καποια δυσφορια με το μερος.

Το πρωτο μπερδεμα το εφαγα λιγα λεπτα πριν στην εισοδο απ'εξω που ειδα ένα μεγαλο γυψινο ελαφι - ή το πηρα εγω για ελαφι- που το ειχαν για διακοσμητικο μεσα σε γκαζον. Του ειχε κοπει το κεφαλι και τρομαξα.

-Τι επαθε το ελαφακι μπαμπα?

-Ποιο ελαφακι, που ? Παμε μεσα …

Με αφηνουν να στεκομαι ορθιος ενω η αγνωστη κυρια που καθεται με τους γονεις μου, καπνιζει "Μορ" και όπως δεν εχω ξαναδει τσιγάρο τυλιγμένο σε καφε χαρτι, τρωω το δευτερο μπερδεμα. Νομιζω οτι ειναι σοκολατα και αφου το τραπεζακι ειναι πολυ χαμηλο, ευκολα πιανω το πακετο για να παρω και εγω. Τα τσιγαρα κομματιαζονται και μετα μου βαρανε τα χερια να τα αφησω. Η αγνωστη κυρια αφηνει κατι συγκαταβατικα μπλαζε χάχανα και " μα δεν πειραζει ειναι παιδι ... " αυτα που λεγονται συνηθως οταν δεν σε θεωρουν ακριβως ανθρωπο, αλλα κατι σαν κουρδιστο, αντε μπαταριας το πολυ, που κανει χαζες ερωτησεις και κλεβει ξενα τσιγαρα. Αν και τεσσαρων χρονων το παιρνω χαμπαρι και η δυσφορια μου μεγαλωνει επικινδυνα οταν πισω από την καρεκλα εμφανιζεται ένα αγνωστο ξανθο κοριτσακι γλυκο και σχετικα ανεκφραστο όπως είναι συνηθως τα κοριτσακια όχι πιο πανω απο πεντε , με αγκαλιαζει και με φιλαει στο μαγουλο και εκει μπερδευομαι εντελως πια. Κανω ενα βημα πισω, αυτη ενα βημα μπροστα, με ξαναγκαλιαζει και με φιλαει στο μαγουλο.

«Ααααα, νατα μας» ειπε η αγνωστη κυρια και με κοιταξε πονηρα. Ο πατερας μου δεν ειπε τιποτα αλλα με κοιταξε πιο πονηρα σε σημειο που ενιωσα να μουδιαζει το προσωπο μου . Ετρεξα για να σωθω στη μανα μου, που όμως αυτή το εκανε χειροτερο: «Πως τη λενε τη φιλεναδα σου?

-Ποια εισαι εσυ, από πού ηρθες?

-Πρεπει να ειναι της κυριας διπλα

-Πωπω κοιτα τι καλο και ομορφο είναι το κοριτσακι που σε αγκαλιασε … αγκαλιασε το και εσυ, πεστου σ’ αγαπω κοριτσακι, σ’αγαπω

Αυτο ηταν.

Δεν αντεξα την πιεση και εβαλα επιτοπου τα κλαματα

-Σ’ αγαπαει το κοριτσακι γιατι κλαις?

- Πωπω ντραπηκε το παιδι κοκκινησε

- Τι κλαις ρε ολοκληρος αντρας ?

Δεν εχω ξανανιωσει τετοια ντροπη στη ζωη μου. Θελω να ανοιξει η γη να με καταπιει απο την ντροπη. Θελω να τρεξω να φυγω, αλλα ποσο μακρυα μπορει να τρεξει ενα τετραχρονο

Να τρεξω …

Να τρεξω …

Δεν πρεπει να σταματησω να τρεχω ακομα και αν χρειαστει να περασω καθετα την Κηφισίας και τα αμαξια που πανε γαμιοντας να με πετσοκοψουν. Τρεχω, με την ψυχολογια του νεκρου που τον πυροβολησαν πριν πεντε δεκα λεπτα αλλα αυτος είναι πολύ απασχολημενος για να το παρει χαμπαρι γιατι … τρέχει ρε και δεν εχει καιρο για φιλοσοφιες … και ουτε θυμαται πως βρεθηκε από τεσσαρων χρονων στη Βαρυμπομπη, να ναι ξαφνικα δεκαπεντε στα δεκαξι και να κανει τον λαγο στη Κηφισιά . Πανω στη λεωφόρο δεν πρεπει να μεινω άλλο. Αν εχουν μηχανανι –και γιατι να μην εχουν δηλαδη- θα με προλαβουν στην ευθεια. Να περασω κατω από τις γραμμες του τρένου? Θα μπλεχτω μεσα στα χωραφια και τα προβατα και δεν λεει να με βρουν στις ερημιες. Να μπω καλυτερα μεσα στο σταθμο του τρένου. Εκει τουλαχιστον εχει υπαλληλους εχει κοσμο και είναι καλυτερα από το τιποτα … να προλαβω να φτασω μονο …

Από πισω ακουγονται εξαγριωμενοι αυτοι που με κυνηγανε εδώ και μερικα λεπτα. Φωναζουν περισσοτερο για να με πανικοβαλουν , τοσο που στα χερια μου κραταω ακομα το κιτρινο σωληναριο της Ούχου.

Με κατι Κηφισιώτης εχουμε μπλεχτει καμποσο τωρα σε μια βεντετα που τη λεμε «ΚΟΜΩΤΗΡΙΟ» μεταξύ μας, ξεμοναχιασμα δηλαδη οπου σε βρουν αυτοι και οπου τους βρεις εσυ, και ελα αγορι μου να σου φτιαξουμε τα μαλακια γιατι σου χαλασαν. Αδειασμα το σωληναριο πανω στο μαλι, γαμω τα κοκορια, παρε και πεντε-εξι κλωτσιες για ξεσκονισμα. Όλα αυτά σε ουδετερη περιοχη τριγυρω του Ηρακλειου συνορα Νεα Ιωνια.

Αυτή τη φορα ομως την πατησαμε . Ειπαμε να παμε να τους βρουμε μεσα στην Κηφισιά μερα μεσημερι για να τους δειξουμε ποσο φλωροι είναι όμως τα πραγματα δεν πηγαν και τοσο καλα τελικα … που είναι οι αλλοι οι μαλακες, μ’αφησαν πισω και με εγκατελειψαν μονο μου, να τρεχω …

Στριβω γωνια δρομου με έναν άλλο δρομο, ουτε ξερω, τρεχουν ακομα πισω μου και εγω τρεχω στη μεση της ασφαλτου χωρις να βλεπω τιποτα μπροστα μου γιατι ανθρωποι, αμαξια, δεντρα και φωτα που αναβουν, περνανε στα πλαγια δεξια και αριστερα. Με την ακρη του ματιου , νιωθω ένα μαυρο περφεκτο να στεκεται εξω από τα Γουεντις. Ειμαι σιγουρος πως είναι ενας από αυτους … Μεσα σε κλασματα δευτερολεπτου ο εγκεφαλος μου, στελνει προειδοποιητικο σημα να μη γυρισω ολοκληρο το κεφάλι για να δω στο πρόσωπο τον ιδιοκτητη του μαυρου περφεκτο. Πρεπει να παραμυθιαστω επιτοπου, πως είναι αδυναμος και ανικανος να τρέξει και να με προλαβει , με βλέμμα πιο φοβισμενο από το δικο μου και γεννημενος κουρασμενος. Γιατι αν γυρισω και δω καποιον σιγουρο, δυνατο και ξεκουραστο, που σε λιγο θα τρεχει σαν ντοπερμαν από πισω μου και θα ουρλιαζει «μουναπανο», ότι δυναμη μου εμεινε θα εξατμιστεί από την απελπισια. Τα παντα είναι θεμα ψυχολογιας .

Κατι που πανω στον πανικο μου ξεχναω και γυρισω ολοκληρο το κεφαλι για να τον δω και … Όχι ρε πουστη μου …

Τι μουνι είναι αυτο?!!

Δεκαπεντε στα δεκαεξι ή δεκαεξι στα δεκαεφτα? Δεκατεσσερα? Δεκαοκτω? Η μονη περιπτωση που θα με ενοιαζε να μαθω την ηλικια της θα ηταν αν ερχοταν μια μερα να γραφτει στο σχολειο μου για να βεβαιωθω πως θα ημαστε στο ιδιο τμημα και στην ιδια αιθουσα. Ξανθο μαλι πιασμενο ψηλα. φρυδι ψηλα, γιακας ψηλα, μυτη ψηλα όλα πανω της, ψηλα σε ποζα τρια τεταρτα και ακουμπησμενα διπλα στη τζαμοπορτα του μαγαζιου . Ημουν ο μονος που ετρεχα στο δρομο κατι που φευγαλεα της τραβηξε την προσοχη. Μασαγε τσιχλα και όπως τα χειλια της ανοιγοκλειναν νευρικα και επιμονα στο πρωτο δευτερολεπτο μου φανηκε πως μου ειπαν: «Τρέξε … ». Τα χειλια της ανοιγοκλησαν παλι στο επομενο δευτερολεπτο αυτή τη φορα νωχελικα και ηταν σαν να μου στελνουν φιλι στον αερα . Στο τριτο και τελευταιο δευτερολεπτο της συναντησης μας, κοιταχτηκαμε και μου φανηκε πως το υφος της ειχε κατι, λιγο γλυκο, λιγο κορο’ι’δευτικο , σε στυλ: δεν πιστευω να βαλεις πάλι τα κλαματα ομως, ε?

Δεν υπαρχει καιρος για κλαματα

πρεπει να τρεξω, να προλαβω να μπω στο σταθμο του τραινου …

Να προλαβω …

Δε γαμιεται . Ακουω το τραινο που είναι ετοιμο να φυγει αλλα βαριεμαι να τρεξω. Θα παρω το επομενο και ετσι κι’αλλιως εχω καθυστερησει. Σκεφτομαι να κοψω το καπνισμα και τα πολλα γελια σιγα σιγα, γιατι τωρα τελευταια λαχανιαζω ευκολα. 29 στα30 είναι μια καλη ηλικια για αλλαγες . Ετσι μου λενε οι παιδικοι μου φιλοι με τροπο.

Ο ενας τους, ετοιμαζεται να παντρευτει σε ένα μηνα και πριν λιγες μερες μου ειπε μπροστα στη μελουσα γυναικα του: «Δεν πιστευω να φορας στο γαμο αυτό το καραγκιοζιλικι» και εδειξε την αγκραφα της ζωνης μου που εχει απανω το περιγραμα ενός γκαραζαδικου πιναπ με κερατα και ουρα διαβολου. Νομιζα οτι με δουλευε, οπως δουλευομαστε μεταξυ μας για το τιποτα και για ολα, εδω και 15 χρονια που τον ξερω και με ξερει. Νομιζα οτι με δουλευε αλλα το ειρωνικο βλεμμα της γυναικας του και το χαζογελακι που αφησε γυρνοντας προς στο αυτι του για να μη τη δω, δεν μου εδωσαν πολλα περιθωρια . Καταλαβα πως η αγκραφα ειχε γινει θεμα συζητησης .

Ενιωσα περιεργα, για την ακριβεια αρχισε να μου ανεβαινει το αιμα στο κεφαλι με δοσεις όπως το επαναλαμβανομενο ριφ που ακουγεται να παιζει η κιθαρα στο «Σαμθιν’ ελς» του Εντυ Κοχραν. Από ένα μείγμα αντανακλαστικων αμυνας και τσαμπουκα χα’ι’δευω μπροστα τους την αγκραφα μου.

- Τοσα χρονια με βλεπεις να τη φοραω δεν ...

- Ελα ρε κολημενε, εδω δεν ειμαστε για συναυλια, στο γαμο θα ...

- Να σου πω, δεν πα να δεις απο που κλάνουν τα καγκουρο ?

- Ρε το μαλακα θυμωσε

Ακολουθησαν κατι χαμογελακια πουστικα δεξια αριστερα και κατι αλλα συνομωτικα ενω η τσογλανοφωνη του Κοχραν ψηλωνε από τα νευρα που προσπαθουσα να συγκρατησω και ουρλιαζε στα αφτια μου «Χιρ καμς δατ γκερλ αγκεν … » Εκείνο το κοριτσι παλι ...

Εμφανιζεται καθε φορα που νιωθω να στριμώχνομαι ή να με εγκαταλειπουν ή να με αντιμετωπιζουν σαν κουρδιστο παιχνιδι που τα παιξε.

Εμφανιζεται για να κανει το ιδιο παντα. Να μου στειλει φιλι, να μου πει να τρεξω, να με πειραξει την ωρα που το βαζω στα ποδια, λιγο γλυκα, λιγο πονηρα σε στυλ: « Δεν πιστευω να βαλεις παλι τα κλαματα ε?»

Ο νομος των πιθανοτητων και της πραγματικοτητας λεει πως προκειται για τυχαια συναντηση με διαφορετικα προσωπα σε διαφορετικες ηλικιες που μοιαζουν μεταξυ τους. Στη φαντασια μου προκειται για το ιδιο προσωπο που με ακολουθει και μεγαλωνει μαζι μου σχεδον τριαντα χρονια …

Δεν ειπα τιποτα παραπανω στον παιδικο μου φιλο και στη μελουσα γυναικα του. Αφησα της μερες να κυλησουν και σημερα , μια εβδομαδα μετα ...

Ακουω το τρενο που ερχεται και σηκωνομαι και οπως περιμενω στην αποβαθρα του σταθμου, αναρωτιεμαι αν θα εμφανιστει αποψε απο καπου εκεινο το κοριτσι. Ετοιμαζομαι να το βαλω στα ποδια παλι.

Σημερα μια εβδομαδα μετα το σκηνικο με την αγκραφα, εχω γεννεθλια. Εγινα τριαντα χρονων. Εχω καλεσει τον παιδικο μου φιλο και τη μελλουσα γυναικα του σε ένα μικρο μαγαζι στα Πατησια. Είναι εκει και με περιμενουν μαζι με καποιους αλλους κοινους γνωστους και φιλους. Θα πιουμε, θα πουμε μαλακιες και θα γελασουμε, μετα θα μπει μια μικρη τουρτα στο κεντρο και εγω θα κανω φου στα κερακια. Αυτο τον τροπο θα τους πω ευχαριστω για ολα. Για οσα ειπαμε , καναμε αυτα τα χρονια.

Ένα ευχαριστω και μαζι ένα αντιο για παντα.

Ακουμπαω τυχαια την αγκραφα μου και ειναι σαν να αγγιζω το περιγραμμα του κοριτσιου. Απο αυτο που νιωθω, εχει γινει πια ολοκληρη γυναικα, γυρω στα τριαντα. Αν τελικα εμφανιστει σημερα θα σταματησω και για πρωτη φορα θα την κοιταξω πιο καλα στο προσωπο, θα της πιασω κουβεντα, θα τη ρωτησω αν τοσα χρονια ειναι η ιδια. Αυτη τη φορα εχω ολο το χρονο στη διαθεση μου, γιατι τωρα πια το σκαω, αλλα περπατωντας.

Α, ναι. Στο γαμο δεν θα παω

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Ενα κίουι πριν το χάραμα ...



 Ήταν μια από αυτές της Παρασκευές που ξημερώνουν γιατί πρέπει να πλακωθείς με την γκόμενα σου ... φουουπ και σκύβεις την τελευταία στιγμή για να αποφύγεις το ραδιοκασετόφωνο που σκάει με φόρα και διαλύεται στον τοίχο από πίσω σου και υποπτεύεσαι ότι αυτή θέλει να σε σκοτώσει. Ο τοίχος δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί για τη ζημία στο σοβά αλλά είναι σαν να προσπαθεί να μιλήσει με τα  "μπαπα-μπαπα" που βαράνε οι διπλανοί "Σκάστε κοιμόμαστε".
Λίγα λεπτά αργότερα περπατούσα έξαλλος στη Μιχαήλ Βοδα που μου την έσπασε αμέσως η ερημία της και είπα να στρίψω πιο κάτω να βγω στις γραμμές του τραίνου να κάτσω σε καμία γέφυρα να με φυσήξει αέρας.
Λίγο πριν φτάσω στις γραμμές όμως, κάτι πηρέ το αυτί μου από τα αριστερά. Από εκεί ερχόταν μουσική μαζί με φωνές και ήχους από ποτήρια πράγμα παράξενο γιατί 3 τα ξημερώματα είναι πολύ νωρίς ή πολύ αργά να κάνεις σχεδόν οτιδήποτε που λένε. Αυτό το αξίωμα δεν άλλαξε ποτέ για τις περισσότερες περιοχές της Αθήνας.
Έτσι συνάντησα για πρώτη φορά το μαγαζί , σε ένα δρομάκι ξεχασμένο από το χίλια εννιακόσια γαμήσετα που έβγαζε στην Άγιου Μελέτιου
Έλειπε από το σκηνικό το παιδι από τις μαρμελάδες Σπιν-Σπαν και ένα σημαιάκι της 25ης Μάρτιου για να γίνει το στενό, εικόνα από το Αναγνωστικό της Δευτέρας δημοτικού ξέρω γω, όλο με παλιά σπίτια όχι πάνω από δυο ορόφους, τα περισσότερα  ακατοίκητα.
Ουσιαστικά  το μαγαζί δεν είχε ταμπέλα ούτε φωτα απέξω ενώ το όνομα του κυκλοφορούσε σχεδόν συνθηματικά μεταξύ των θαμώνων, από στόμα σε στόμα. Δεν είχε στάνταρ μέρες λειτουργιας.
Μια μεσόκοπη χοντρή κυρία με κότσο και ριχτή ζακέτα καθόταν στη γωνία διπλά στην εξώπορτα και έπλεκε με τις ώρες.. Μια πόρτα πιο μέσα, στο μακρόστενο δωμάτιο που κάποτε πρέπει να ήταν το σαλόνι του σπιτιού ήταν βαλμένα όπως μερικά τραπέζια σε απόσταση αναπνοής γύρω από ένα "πάλκο" φτιαγμένο από παλέτες. εργοστάσιου. Το ενάμισι περίπου μετρό που χώριζε το πάλκο από τα τραπέζια ήταν όλη και όλη η πιστά.  Στο κέντρο δυο ενωμένα τραπέζια μόνιμα ρεζερβέ από λαχαναγορητες με γιλέκα και λαχούρι γραβάτες που έπιναν ουίσκι με τους κουβάδες μαζί με κάτι παχουλούτσικες  γκόμενες  ντυμένες στα καλά τους να κάθονται πάντα από μέσα για να μη μπανίζουν τα μπούτια τους οι μπουζουξήδες που έπαιζαν σχεδόν από πάνω τους..
Οι υπόλοιποι θαμώνες παλιοί άνθρωποι.
Μουστάκια, μαλλιά πατημένα με λακ, οξυζενέ με τσιμπιδάκια, κραγιόν απλωμένο πάνω σε ρυτίδες, γκρι ποντικι σακάκια με   πουλόβερ "βε" λαιμοκοψη από Βερανζέρου από μέσα, πράσινες γραμμές τραβηγμένες με μολυβί αντί για φρύδια, κάμελ γυαλιστικο παπουτσιών, κάπνα, γυμνές κίτρινες λάμπες μπαγιονέτ για φωτισμό.
Κατρακύλα και γαλάζιο υδρόχρωμα στους τοίχους αλλά οτιδήποτε ήταν καλύτερο από το να καπνίζεις μονός σου πάνω σε μια γέφυρα ξημερώματα Παρασκευής, τσακωμένος με την γκόμενα σου.
Μπήκα λοιπόν σχεδόν ανακουφισμένος με την ξαφνική ανακάλυψη και ακούμπησα σε ένα ξύλινο πάγκο που είχαν αντί για μπαρ. Μετά από λίγο εμφανίστηκε ας πούμε ο μετρ, ένας τετράγωνος τύπος με μούσια και κοτσίδα και με ρώτησε τι θα πάρω. Έψαξα τις τσέπες μου και έβγαλα κάτι κατοστάρικα και κάτι κέρματα, όλα μαζί όχι παραπάνω από 500 δραχμές. Του τα έδειξα
- Τι παίρνω μ' αυτά ?
- Ποσά έχεις εκεί για φέρε εδω?
Του τα έδωσα όπως ήταν τσαλακωμένα, τα πηρέ, ούτε καν τα κοίταξε, έσκυψε τον έχασα από τον πάγκο. Μετά από λίγο σηκώθηκε πάλι και μου άφησε ένα μισογεμάτο μπουκάλι τζιν  διπλά μου και ένα ποτήρι.
Τον κοίταξα μάλλον καχύποπτα
- Αυτό ποσό χρεώνεται, δεν έχω άλλα ...
Σούφρωσε τη φάτσα του  σε στυλ "Έλα ρε φιλέ τώρα" . Πάτησε κάτι κουμπιά στην ταμιακή και μου άφησε μια απόδειξη
- Εντάξει πλήρωσες.
Ο τύπος είχε δίκιο. Η κίνηση του με το μπουκάλι ήταν από την αρχή άνετη  και του την είχα σπάσει κάπως.
- Αφού είσαι ήδη έτοιμος να πέσεις κάτω ρε μεγάλε, ποσό θα πιεις ακόμα? Άμα αντέχεις πιεστό όλο τι να σου πω.
Του είπα ευχαριστώ
- Παγάκια θες? με ρώτησε ενώ έβαζε καινούργια ποτά παραγγελία πάνω στο δίσκο του γκαρσονιού που περίμενε. Του έκανε πρώτα νόημα μετά του είπε με νόημα:

"Πες τους  να παίξουν το "Πριν το χάραμα" Το έχω ζητήσει και με έχουν γράψει στα παπαρια τους... "

 20 λεπτά μετά  η ορχήστρα όχι μόνο δεν είχε παίξει ακόμα το Πριν το Χάραμα  του μετρ, αλλά σιγά-σιγα και οι μουσικοί εξαφανιζονταν. Στην αρχη νομιζα οτι μου φανηκε κι'ομως ανα δυο περιπου τραγουδια σηκωνονταν ενας-ενας,  σαν να μη τρέχει τίποτα,  πριν καν να τελειώσει το τραγουδι και έβγαιναν από το δωμάτιο. Στο τέλος έμεινε ένα ακορντεόν να παίζει μόνο του αλλά όσο υπήρχε κάτι να ακούγεται οι θαμώνες δεν έδειχναν να νοιάζονται και πολύ. Συμφώνα με την ορολογία του μαγαζιού οι μουσικοί πήγαινα να "κουρδίσουν τα όργανα" σε ένα καμαράκι από πίσω. Σύντομα σε όλο το μαγαζί απλώθηκε μια μυρωδιά καμένης ρίγανης.

Όταν έφυγε και ο ακορντεονιστας για να "κουρδίσει" το ακορντεόν του και το πάλκο ερήμωσε εντελώς,  ανεβαίνει από το πουθενά ένας  με άσπρα μαλλιά, κομμάτια και στάθηκε μπροστά στο μικρόφωνο.
- Κύριες και κύριοι θα ήθελα να σας πω ένα ποίημα που έγραψα 16 χρονών όταν ο Εμφύλιος σπάραζε  τον τόπο. Το ποίημα ονομάζεται "ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ ... "

Το μαγαζί πάγωσε για πέντε έξι δευτερόλεπτα απότομα όσο ο μεθυσμένος ποιητής προσπαθούσε να τραυλίσει το ποίημα. Ένας από τους λαχαναγορητες γύρισε και κοίταξε τον μετρ και του έκανε νόημα με τα χεριά: σε στυλ: " Αυτός εκεί πάνω του μαγαζιού είναι? Τον ξέρεις ? "
Ο μετρ του απάντησε με ανεβασμένους ώμους και ένα μορφασμο σε στυλ " Ούτε ξέρω ποιος είναι ... "
Ακουστήκαν δυο τρεις σακατεμένες λέξεις ακόμα από το στόμα του ποιητή.
Μετά φυγαν κάτι ψωμιέρες, προς τον ασπρομάλλη μεθυσμένο,  κάτι παγάκια, κάτι "κατέβα ρε ποιητή Παπάρα ..." γέλια, σφυρίγματα .
Ξαναζωντάνεψε το μαγαζί.
Οι μουσικοί άφαντοι. ακόμα "κούρδιζαν"
- Ρε μεγάλε κάνε ένα κόπο και κάτσε λίγο στην άκρη να περάσει η κυρία., μου κάνει ξαφνικά ο μετρ.
Δεν κατάλαβα καλά αλλά σηκώθηκα από το σκαμπό μηχανικά.
Από μπροστά μου πέρασε κουτσαίνοντας η μεσόκοπη χοντρή κυρία με τον κότσο και τη ριχτή ζακέτα που έπλεκε ατέλειωτες ώρες διπλά στην πόρτα. Πρέπει να είχε πρόβλημα με τα αρθριτικά της γιατί πήγαινε πολύ σιγά. Οι θαμώνες σηκώνονταν για να μπορέσει να περάσει ενώ το πρόσωπο του μετρ γλύκανε  και πετάχτηκε έξω από τον πάγκο, την βοήθησε να ανέβει το πάλκο και να κάτσει στην καρέκλα. Πρέπει να ήταν η μανά του.
Το μαγαζί σώπασε απότομα πάλι και εκείνη άρχισε να τραγουδαει χωρίς μικρόφωνο με μια ψιλή  αρχέτυπη φωνή   τραγούδια που σου κατέβαζαν επί τόπου στο κεφάλι κάτι μονόφθαλμες σκιές ανθρώπων προφιλ με ρούχα του περασμένου αιώνα και μαχαίρια, σαράγια σκιές, με ένα φοίνικα σκιά απέξω, τραπέζια σκιές, καρέκλες σκιές, παζάρια σκιές, βιολιά σκιές, κυτταρικές μνήμες σκιές που προβάλλονταν σε ένα σεντόνι ωχρά, αλλά χωρίς τη  μιζέρια  του θεάτρου σκιών. Που και που μεταξύ ησυχίας και φωνής ξέφευγαν από το διπλανό καμαράκι κάτι χάχανα από τους μουσικούς που είχαν σταματήσει το κούρδισμα και είχαν νταγκλαρει, αλλά κανένας δεν γύριζε κεφάλι, ούτε φαινόταν να δίνει σημασία.
Θα χε περάσει καμία ώρα από τότε που πάτησα στο μαγαζί.
Οι μουσικοί πήραν ξανά τις θέσεις τους και όπως πέρναγαν από τον πάγκο ο μετρ τους έκανε υπενθύμιση: " Τι θα γίνει ρε σας είπα θέλω το "πριν το χάραμα  ... "
Ο πρώτος μπουζουξής του έκλεισε το μάτι, ο δεύτερος του είπε κάτι για ουίσκι.
Άρχισαν οι παραγγελίες, τα τσιφτετέλια, γλυκέ μου τύραννε και τέτοια για να χορέψουν οι λαχαναγορητες με τις παχουλές γυναίκες τους. Η ώρα πέρναγε, τα τραγούδια πέρναγαν πήγαινε να χαράξει και το "πριν το χάραμα " ακόμα να έρθει από τα μεγάφωνα.
 "Πριν το χάραμα φώναζε ο μετρ", "ναι " έκαναν νόημα διαβεβαίωσης οι μπουζουξήδες και μετά έπαιζαν κάτι άλλο.
- Φάε ρε κάτι μαλακές είπε ο μετρ και γυρισε σε έμενα. Πρέπει να μου ξέφυγε γέλιο.
Τους κοίταξε σοβαρός για δυο τρία δευτερόλεπτα και μετά εξαφανίζεται.
Ξαφνικά τα όργανα χαμήλωσαν απότομα. Βουβαμάρα στα μεγάφωνα. ο ήχος χάθηκε μέσα στις φωνές.
Ο μετρ είχε κατεβάσει τη μικροφωνική από τον Γενικό
Πήγε προς το πάλκο και άρχισε να χορεύει επιδεικτικά το "Πριν το Χάραμα" μπροστά στους μουσικούς. Eιχε βάλει τη μουσική απο cd ...

Τι παίζεται εδω μέσα ρε πουστη. Ποιος μου κάνει πλακά?

Ξύπνησα αγκαλιά με τη δίκια μου και ένα κεφάλι καζάνι. Κατάλαβε που ξύπνησα  και γύρισε το κεφάλι της να με φιλήσει και μαζί γύρισαν ξανά πίσω το ασύμμετρο καρέ κούρεμα της, τα μήλα του προσώπου της, η ακατανόητη λατρεία της για τους Ρεζιντεντς και το άλμπουμ Εσκιμο που πρέπει να αποδεχτείς στα πλαίσια ενός παράφορου έρωτα, οι μεταμεσονύκτιες προβολές του Ροκι Χοριρ πίκτερ σόου και η ζήλεια μου γιατί γούσταρε τον πρωταγωνιστή, το αποτύπωμα από το κραγιόν της πάνω στο φλιτζάνι με το μισό καφέ που μου άφηνε στην κουζίνα πριν να φύγει για τη δουλεία. Πήραμε καινούργιο ραδιοκασετόφωνο, ροκαμπιλι Σάββατα στο Στρέφη, μπιμποπ βροχερές Κυριακές στο Ορεβουαρ και εκείνη η νύχτα στο μαγαζί χωρίς όνομα ξεχάστηκε

Έτυχε να ξαναπεράσω ύστερα από καιρό.
Το μαγαζί με κάποιο τρόπο το είχαν μάθει και παραέξω. Είχε φωτεινή ταμπέλα στην εισοδο, οι τοίχοι είχαν ξαναβαφτεί. Ο πάγκος ήταν κανονικό μπαρ, οι παλέτες ήταν πια πάλκο με μοκέτα και λαμπάκια. Οι λαχαναγορητες έγιναν φοιτητές και φοιτήτριες, ηθοποιοί γνωστοί από την τηλεόραση, εναλλακτικοί εκδότες και αρραβωνιασμένοι  με τα σόγια τους., όλοι κοινωνοί της επανεκδιδομένης Ρεμπετολογιας, 
Θαμώνες "του Μάρκου".
 Η μεσόκοπη χοντρή κυρία δεν έπλεκε πια, αλλά στη μέση του προγράμματος εξακολουθούσε να κόβεται η μουσική και να τραγουδάκι ακαπελα.
Ήταν το κλου της βραδιάς. 
Κάπου εκεί στο ακαπελα πρέπει να ήταν, όταν ο γνωστός μετρ στάθηκε στο διπλανό τραπέζι να πάρει παραγγελία. Ο πελάτης από κάτω τον ρώτησε ευγενικά:
 -Μήπως θα γινόταν στα φρούτα να μη βάλετε κίουι?
 - Κιουι, τι κίουι? Του είπε ο μετρ με το γνώριμο ανέκφραστο ύφος.
- Ε, κιουι  ... του είπε πάλι ο πελάτης και έψαξε να βρει στα αλλα τραπέζια μια πιατέλα με φρούτα να του δείξει τα ακτινίδια.
Ο Μετρ σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε την πιατέλα ερευνητικά ...
Μισό χρόνο μετά το μαγαζί έκλεισε ξαφνικά.



Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

TΑ ΜΠΑΡΑΚΙΑ ( 1981 )



Μουσική - στίχοι: Βαγγέλης Γερμανός
1. Σε θέλω 2. Το γράμμα 3. Τροχιά 4. Ανοιξιάτικη βροχούλα 5. Μικρό 6. Ο απόκληρος 7. Η σημαδούρα 8. Εισ΄ένας διάβολος 9. Μάσκες 10. Ο κηπουρός 11. Η μπανιέρα 12.Μουρμουρίσματα

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

NΟΚ ΟΥΤ ( 1986)

Ενας απελπισμένος τύπος κάνει απόπειρες αυτοκτονίας εκ του ασφαλούς αφού ξέρει πως ο καλητερός του φίλος θα τον σώσει πάντα την τελευταία στιγμή, μέχρι που θα βρεθεί αντιμέτωπος με το φόβο και την πιθανότητα να πεθάνει στ' αλήθεια από τη στιγμή που ενα τηλεφώνημα τον προειδοποιεί πως κάποιοι αποφάσισαν να δώσουν ένα τέλος στα αδιέξοδα του και να τον σκοτώσουν. Ο Κιμούλης σε ρόλο τρελαμένου Εξαρχιώτη ροκά του 80 με ένα καδρόνι στα χέρια ανάμεσα στο μισόκλειστο βλέμα της Μέριλυν, ρόλος που χάρισε το πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης σ'αυτόν και την ελπίδα για έναν καλήτερο ελληνικό κινηματογράφο στο κοινό του 1986. Η αριστερή διανόηση της εποχής βέβαια δεν είδε με καλό μάτι τις ροκ&ρολλ σκηνές που εξελίσονται σε μπάρ και μπίτς πάρτυ καθώς και το "Χάπι έντ" της ταινίας και την χαρακτηρισε λίγο πολύ ως λούμπεν και "αμερικανιά" . Σκηνές από το μπάρ " Ελεφαντ ", τα Εξάρχεια, το λόφο του Στρέφι, τη Φωκίωνος Νέγρη, αποτελούν για τους σημερινούς θεατές πολύτιμα πλάνα μιας εποχής που έφυγε χωρίς επιστροφή.
Πρόσφατα επανεκδόθηκε το σάουντρακ της ταινίας. Τα τραγούδια αν και ακούγονται ροκ αλλά δεν είναι δένουν με την ταινία. Ερμηνεύουν: Παύλος Σιδηρόπουλος, Γιάννης Μηλιώκας, Αγγελος Σκορδίλης ,Μαρία Αριστοπούλου, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Βλάσης Μπονάτσος
Σκηνοθεσία: Παύλος Τάσιος
Σενάριο: Παύλος Τάσιος (βασισμένο σε μια ιδέα του Γιώργου Κούνδουρου),
Μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος


Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΟΚΑΡΙΝΗΣ - ΦΟΡΑ ΠΑΡΤΙΔΑ ( 1984)

Ένα από τα άλμπουμ που σύμφωνα με πολλούς, ανάμεσα σε αυτούς και ο Σαββόπουλος, άλλαξε την ελληνική ποπ αντίληψη τη δεκαετία του 80. Ανάμεσα στα τραγούδια ο κλασσικός " Νοσταλγός " που πολύ έξυπνα ο Γιάννης Γιοκαρίνης συνθέτει πάνω σε μια μίξη Αμερικάνικου και Ιταλικού ρυθμου, αφού το τραγούδι αναφέρεται στην πικρή εξέλιξη του Μεσογειακού- Ελληνικού ροκ&ρολλ (και δυστηχως παραμένει ακόμα επίκαιρο) και φυσικά η " Ευλαμπία", η ελληνίδα pin -up των 80s. ( Διάβασε σχετικά για την Ευλαμπία εδώ